- φυσιοθεραπευτής
- ο физиотерапевт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυσιοθεραπευτής — ο, θηλ. φυσιοθεραπεύτρια, Ν (παλ. όρος) βλ. φυσικοθεραπευτής … Dictionary of Greek
φυσιοθεραπευτής — ο θηλ. τρια φυσικοθεραπευτής (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυσικοθεραπευτής — και παλ. τ. φυσιοθεραπευτής, ο, θηλ. φυσικοθεραπεύτρια και φυσιοθεραπεύτρια, Ν ειδικός στη φυσικοθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσικός + θεραπευτής] … Dictionary of Greek